- εξυάλωση
- ηη μετατροπή κάποιας ουσίας σε σώμα το οποίο παρουσιάζει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τής υάλου και ιδιαίτερα τη διαφάνειά της.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + υάλωσις (< ύαλος). Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γερμ. Entglasung). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Όθωνα Α. Ρουσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.